- φασματοηλιοσκόπιο
- το, Ναστρον. ονομασία παλαιού αστρονομικού οργάνου.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. spectrohelioscope < spectro- < λατ. spectrum «φάσμα») + helio- (< ήλιος) + -scope (< -σκόπιο*)].
Dictionary of Greek. 2013.